- ὑφόλμιον
- ὑφόλμιονmortar-standneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφόλμιον — τὸ, Α 1. βάση γουδιού 2. το τμήμα τού αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὅλμος «γουδί, το στόμιο τού αυλού» + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
ὑφολμίοις — ὑφόλμιον mortar stand neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφολμίου — ὑφόλμιον mortar stand neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφόλμια — ὑφόλμιον mortar stand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)